- πύκτῃ
- πύκτηςboxermasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πυκτῇ — πυκτή tablets fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκτή — tablets fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκτή — ἡ, ΜΑ 1. πινακίδα που διπλώνεται, δίπτυχο 2. κώδικας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πυκτή αντί πτυκτή (με ανομοιωτική αποβολή τού πρώτου τ ) αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. τού θηλ. τού επιθ. πτυκτός* (< πτύσσω)] … Dictionary of Greek
πύκτη — πύκτης boxer masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκτήν — πυκτή tablets fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
DROMAEUS — Apollo Cretens. et Laced. dictus. Plutarch. Symp. l. 6. c. 4. Πύκτῃ μὲν Α᾿πόλλωνι Δελφοὺς, δρομαίῳ δὲ Κρῆτας ἱςοροῦσι, καὶ Λακεδαιμονίους … Hofmann J. Lexicon universale
πυκτίζω — (I) Α [πυκτή] συμπτύσσω, διπλώνω. (II) Α πυκτεύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού πυκτεύω κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
πυκτίον — τὸ, Α [πυκτή] 1. πινακίδιο 2. βιβλίο … Dictionary of Greek
πυκτίς — (I) ίδος, ἡ, ΜΑ μσν. βιβλίο αρχ. 1. πίνακας ζωγραφικής 2. περγαμηνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκτή + επίθημα *ίς, ίδος]. (II) ίδος, ἡ, Α (εσφ. ανάγν. αντί πικτίς) είδος άγνωστου ζώου … Dictionary of Greek
πυκτείον — (I) τὸ, Α [πυκτεύω] τόπος όπου αγωνίζονταν οι πυγμάχοι. (II) τὸ, Α [πυκτή] τόπος εναπόθεσης τών πινακιδίων … Dictionary of Greek